«Δεν βγαίνουμε. Δεν υπάρχουν άλλα λεφτά Αυτά είναι όλα». Αλλά
«Είσαι ελεύθερος να τα κάνεις ότι θες».
Η μέγιστη ελευθερία. Αυτή του καταναλωτή.
Στην πράξη, ότι βγάζουμε πάει σε πολύ χειροπιαστά πράγματα: το 24% πάει για τρόφιμα, το 20% για έξοδα κατοικίας (ενοίκιο, ρεύμα, νερό, θέρμανση, κλπ), το 10% για την υγεία, 8% για ταβέρνες, ξενοδοχεία, κλπ, το 7% για ένδυση-υπόδηση κι άλλο 7% για διαρκή καταναλωτικά αγαθά. Αισίως, ξεπεράσαμε το 75% του συνολικού εισοδήματος μας Το υπόλοιπο πάει σε μεταφορές, επικοινωνίες, εκπαίδευση, κλπ. (Πηγή: ΕΣΥΕ, Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2004/2005).
Για ποια «καταναλωτική» ελευθερία λοιπόν μας μιλούν?
Πώς να ασκήσω αυτή την ελευθερία μου
στο να επιλέξω, δηλ., ανάμεσα σε δυο μάρκες μαγιονέζας, οδοντόκρεμας, τηγανιών, στερεοφωνικών ή αυτοκινήτων, κλπ,?
Αφού στο σχολείο δεν μούδωσαν τέτοιες πρακτικές γνώσεις,
στην τηλεόραση και στα άλλα μέσα δεν τους ενδιαφέρει το πρόβλημα μου
και στη δουλειά, όπου χάνω τη μισή ζωή μου, κάνω μηχανικά άσχετα πράγματα.
Τελικά καταλήγω πάντα να παίρνω αυτό που διαφημίστηκε.
«Κατάλληλο» και «καλό» να είναι αυτό που είχε πετυχημένη διαφήμιση
που έγραψε δηλ. στην μνήμη μου.
«Κατάλληλο» και «καλό» αυτό το προϊόν
για το οποίο ο επιχειρηματίας παραγωγός ή διακινητής του
«τζογάρισε» έναν διαφημιστικό προϋπολογισμό
τον οποίο δεν διέθετε ή δεν ρισκάριζε ο ανταγωνιστής του.
Προσπάθησα ν’αντισταθώ και να το παλέψω.
Να την ψάξω και μ’άλλα κριτήρια.
Αδικος κόπος!
Μ’έχουν κάνει τόσο καχύποπτο οι φορές που την πάτησα,
που δεν εμπιστεύομαι ούτε τη λογική μου.
Ασε που με τη λογική χρειάζεσαι και μια στρατιά ειδικών
για απαντήσεις στα ερωτήματα σου.
Οι μεγαλοβιομήχανοι όταν τεχνικά κατέκτησαν τη μαζική παραγωγή, χρειάστηκε γρήγορα να μεθοδεύσουν την μαζική κατανάλωση. Δίδυμα αδελφάκια αυτές οι δύο.
Αυτό που δεν είδαμε καθαρά εμείς οι εργαζόμενοι είναι ότι
η αποβλάκωση κι η υποταγή μας στην παραγωγή,
αντιστοιχήθηκε στην «ρομποτοποίηση» μας
και στην καταναλωτική μας συμπεριφορά.
Βλάκες και στην δουλειά και στον ελεύθερο χρόνο μας.
«Είσαι ελεύθερος να τα κάνεις ότι θες».
Η μέγιστη ελευθερία. Αυτή του καταναλωτή.
Στην πράξη, ότι βγάζουμε πάει σε πολύ χειροπιαστά πράγματα: το 24% πάει για τρόφιμα, το 20% για έξοδα κατοικίας (ενοίκιο, ρεύμα, νερό, θέρμανση, κλπ), το 10% για την υγεία, 8% για ταβέρνες, ξενοδοχεία, κλπ, το 7% για ένδυση-υπόδηση κι άλλο 7% για διαρκή καταναλωτικά αγαθά. Αισίως, ξεπεράσαμε το 75% του συνολικού εισοδήματος μας Το υπόλοιπο πάει σε μεταφορές, επικοινωνίες, εκπαίδευση, κλπ. (Πηγή: ΕΣΥΕ, Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2004/2005).
Για ποια «καταναλωτική» ελευθερία λοιπόν μας μιλούν?
Πώς να ασκήσω αυτή την ελευθερία μου
στο να επιλέξω, δηλ., ανάμεσα σε δυο μάρκες μαγιονέζας, οδοντόκρεμας, τηγανιών, στερεοφωνικών ή αυτοκινήτων, κλπ,?
Αφού στο σχολείο δεν μούδωσαν τέτοιες πρακτικές γνώσεις,
στην τηλεόραση και στα άλλα μέσα δεν τους ενδιαφέρει το πρόβλημα μου
και στη δουλειά, όπου χάνω τη μισή ζωή μου, κάνω μηχανικά άσχετα πράγματα.
Τελικά καταλήγω πάντα να παίρνω αυτό που διαφημίστηκε.
«Κατάλληλο» και «καλό» να είναι αυτό που είχε πετυχημένη διαφήμιση
που έγραψε δηλ. στην μνήμη μου.
«Κατάλληλο» και «καλό» αυτό το προϊόν
για το οποίο ο επιχειρηματίας παραγωγός ή διακινητής του
«τζογάρισε» έναν διαφημιστικό προϋπολογισμό
τον οποίο δεν διέθετε ή δεν ρισκάριζε ο ανταγωνιστής του.
Προσπάθησα ν’αντισταθώ και να το παλέψω.
Να την ψάξω και μ’άλλα κριτήρια.
Αδικος κόπος!
Μ’έχουν κάνει τόσο καχύποπτο οι φορές που την πάτησα,
που δεν εμπιστεύομαι ούτε τη λογική μου.
Ασε που με τη λογική χρειάζεσαι και μια στρατιά ειδικών
για απαντήσεις στα ερωτήματα σου.
Οι μεγαλοβιομήχανοι όταν τεχνικά κατέκτησαν τη μαζική παραγωγή, χρειάστηκε γρήγορα να μεθοδεύσουν την μαζική κατανάλωση. Δίδυμα αδελφάκια αυτές οι δύο.
Αυτό που δεν είδαμε καθαρά εμείς οι εργαζόμενοι είναι ότι
η αποβλάκωση κι η υποταγή μας στην παραγωγή,
αντιστοιχήθηκε στην «ρομποτοποίηση» μας
και στην καταναλωτική μας συμπεριφορά.
Βλάκες και στην δουλειά και στον ελεύθερο χρόνο μας.
Σχόλια