(Παρόλο που οι καλύτερες συζητήσεις είναι αυτές όπου βγάζουμε τα εσώψυχα μας, αυτές, γενικώς, δεν καταλήγουν πουθενά. Το μόνο που συνήθως μένει, είναι η ανακουφιστική λειτουργία της εξομολόγησης, που πρώτη η εκκλησία ανακάλυψε.
Προσωπικά, Φρόϋντ δεν διδάχθηκα πουθενά, αλλά ούτε και τον διάβασα ποτέ στο πρωτότυπό του. Ως έφηβο όμως -και για χρόνια- με συνόδευε μια σκέψη που βρήκα σε κάποιο από τα διηγήματα του Κώστα Χατζή, για την «πολλαπλότητα» του εγώ μας. Η οποία έλεγε ότι δεν είμαστε Ενα πρόσωπο, με απόλυτα προβλέψιμες και με συνοχή συμπεριφορές, αλλά πολλά. Αυτή η διατύπωση, με γοήτευε αλλά και με βόλευε αφάνταστα. Ετσι εξηγούσα και τις εντελώς διαφορετικές γυναίκες με τις οποίες έκανα σχέσεις, με κάθε μία από τις οποίες έβγαζα και διαφορετικό εαυτό.
Μετά την πολλαπλότητα του εγώ, η επόμενη έννοια στην οποία κόλλησα -χωρίς ποτέ να ξανασχοληθώ μέχρι πρόσφατα- ήταν το «Υπερεγώ». Αυτόν τον όρο τον αντιλαμβανόμουν πάντα ως μια σύγκρουση ανάμεσα στα θέλω του εγώ μου και στις προσδοκίες των άλλων από μένα. Μέχρι που έπεσα πάνω σε μία υποσημείωση για το Υπερεγώ σ’ένα άσχετο βιβλίο
και έχουμε και λέμε...)
Λευκοί, μαύροι ή κίτρινοι, πλούσιοι ή φτωχοί, όμορφοι ή άσχημοι, όλοι κάποτε υπήρξαμε βρέφη. Σε κείνη τη φάση, αφού εγκαταλείψαμε τον παράδεισο της πλήρους αυτάρκειας μέσα στον αμνιακό σάκο, βρεθήκαμε με φριχτούς πόνους προσαρμογής εξαρτημένοι από τους γονείς μας για την ικανοποίηση των αναγκών μας. Με μόνο τρόπο έκφρασης το κλάμα. Από τον παράδεισο της εμβρυακής κατάστασης, στην κόλαση της βρεφικής ηλικίας. Και στη συνέχεια στη μεγαλύτερη μέσα στο ζωικό βασίλειο εξάρτηση από τους καταπιεστικούς ενήλικες του «μη αυτό και μη εκείνο», από την παιδική ηλικία μέχρι την ενηλικίωση.
Οι εμπειρίες αυτές της νηπιακής ηλικίας σφραγίζουν τον καθένα, διαμορφώνοντας ασυνείδητα το Υπερεγώ σαν ένα πλαίσιο κανόνων που μας επιβάλλει μια ασαφής εχθρική εξουσία. Σε μεγάλο βαθμό το Υπερεγώ καθορίζει την συμπεριφορά μας εκτός συνειδητού ελέγχου. Παίρνει γραμμή από τις πρώιμες βρεφο-νηπιακές φαντασιώσεις, εμποτισμένες σ’ένα σκοτεινό μείγμα επιθετικότητας και οργής. Φαντασιώσεις οι οποίες αντλούν από τις τραυματικές εμπειρίες αποτυχίας των γονέων να ικανοποιήσουν όλες τις ενστικτικές απαιτήσεις ενός παιδιού.
Ετσι, ξεκινάμε τη ζωή μας κουβαλώντας ένα ασφαλίτη μέσα μας, ο οποίος υπαγορεύει αυτά που οι άλλοι θέλουν από μας. Το όνομα αυτού Υπερεγώ. Μεγαλώνοντας, στην εφηβεία κατά κανόνα, επιχειρείται η αμφισβήτηση, δηλ. μια ρεαλιστική εκτίμηση των απαιτήσεων των γονικών και λοιπών εξουσιών και μια νοητική επεξεργασία των υπαγορεύσεων του «ασφαλίτη» μας. Μέσα από αυτή τη διαδικασία εκλογικεύουμε κι εσωτερικεύουμε τις απαιτήσεις ή προσδοκίες που έχουν οι άλλοι από μας, αλλά και τα χαρακτηριστικά που αγαπούμε και θαυμάζουμε σε αυτούς. Ετσι διαμορφώνουμε έναν ηπιότερο εσωτερικό ελεγκτή-συνομιλητή, που θα τον βαφτίσουμε Εγώ, με τον οποίο υποκαθιστούμε τον ασφαλίτη Υπερεγώ.
Το Εγώ διαμορφώνεται όχι εύκολα, αλλά σε συνεχή αμφισβήτηση και γρονθοκόπημα με το Υπερεγώ, όταν κανόνες ή απαγορεύσεις επιβάλλονται από το περιβάλλον. Το Υπερεγώ, (σκοτεινό, οργισμένο, επιθετικό, τιμωρητικό αλλά και αυτοκαταστροφικό), τροποποιείται μέσα από την διαδικασία αυτή και μετριάζει τα αρνητικά χαρακτηριστικά του. Μια εκλογικευμένη εσωτερική φωνή που καλούμε αυτοέλεγχο ή συνείδηση κερδίζει χώρο.
Έχει μεγάλη σημασία η διαδικασία της εφηβείας κι ενηλικίωσης, αν δεν θέλουμε το οργισμένο αυτοκαταστροφικό Υπερεγώ να υπερισχύσει του Εγώ. Έχει μεγάλη σημασία να διατηρούμε ένα πλαίσιο κανόνων και σαφών αρχών απέναντι στα παιδιά μας, το οποίο να μπορούμε να το διαπραγματευόμαστε και να το δικαιολογούμε μ’ επάρκεια.
Η αμαχητί παράδοση στις απαιτήσεις των παιδιών και η «μοντέρνα» ελευθερία σε μια ηλικία που αδυνατεί να αυτοδιαχειριστεί,
η επιτρεπτικότητα ως αντάλλαγμα -και για την εξαργύρωση- της αδυναμίας εκπλήρωσης του γονικού μας ρόλου (του να είμαστε εκεί, να προσφέρουμε αγάπη και συμμετοχή σε δραστηριότητες),
το μόνο που προσφέρει είναι ότι διευκολύνει την επικράτηση του Υπερεγώ.
Άλλο νάσαι αυτενεργός καπετάνιος στο πλοίο της ζωής σου με ένα ισορροπημένο Εγώ,
κι άλλο ένας ετερόφωτος εντολοδόχος.
Ακόμα κι αν το σύστημα πριμοδοτεί τις σκοτεινές αρετές του Υπερεγώ (σκληρότητα, οργή, επιθετικότητα, ..)
Ακόμα κι αν με τις αρετές αυτές φθάσεις στην κορυφή της όποιας εξουσίας.
Προσωπικά, Φρόϋντ δεν διδάχθηκα πουθενά, αλλά ούτε και τον διάβασα ποτέ στο πρωτότυπό του. Ως έφηβο όμως -και για χρόνια- με συνόδευε μια σκέψη που βρήκα σε κάποιο από τα διηγήματα του Κώστα Χατζή, για την «πολλαπλότητα» του εγώ μας. Η οποία έλεγε ότι δεν είμαστε Ενα πρόσωπο, με απόλυτα προβλέψιμες και με συνοχή συμπεριφορές, αλλά πολλά. Αυτή η διατύπωση, με γοήτευε αλλά και με βόλευε αφάνταστα. Ετσι εξηγούσα και τις εντελώς διαφορετικές γυναίκες με τις οποίες έκανα σχέσεις, με κάθε μία από τις οποίες έβγαζα και διαφορετικό εαυτό.
Μετά την πολλαπλότητα του εγώ, η επόμενη έννοια στην οποία κόλλησα -χωρίς ποτέ να ξανασχοληθώ μέχρι πρόσφατα- ήταν το «Υπερεγώ». Αυτόν τον όρο τον αντιλαμβανόμουν πάντα ως μια σύγκρουση ανάμεσα στα θέλω του εγώ μου και στις προσδοκίες των άλλων από μένα. Μέχρι που έπεσα πάνω σε μία υποσημείωση για το Υπερεγώ σ’ένα άσχετο βιβλίο
και έχουμε και λέμε...)
Λευκοί, μαύροι ή κίτρινοι, πλούσιοι ή φτωχοί, όμορφοι ή άσχημοι, όλοι κάποτε υπήρξαμε βρέφη. Σε κείνη τη φάση, αφού εγκαταλείψαμε τον παράδεισο της πλήρους αυτάρκειας μέσα στον αμνιακό σάκο, βρεθήκαμε με φριχτούς πόνους προσαρμογής εξαρτημένοι από τους γονείς μας για την ικανοποίηση των αναγκών μας. Με μόνο τρόπο έκφρασης το κλάμα. Από τον παράδεισο της εμβρυακής κατάστασης, στην κόλαση της βρεφικής ηλικίας. Και στη συνέχεια στη μεγαλύτερη μέσα στο ζωικό βασίλειο εξάρτηση από τους καταπιεστικούς ενήλικες του «μη αυτό και μη εκείνο», από την παιδική ηλικία μέχρι την ενηλικίωση.
Οι εμπειρίες αυτές της νηπιακής ηλικίας σφραγίζουν τον καθένα, διαμορφώνοντας ασυνείδητα το Υπερεγώ σαν ένα πλαίσιο κανόνων που μας επιβάλλει μια ασαφής εχθρική εξουσία. Σε μεγάλο βαθμό το Υπερεγώ καθορίζει την συμπεριφορά μας εκτός συνειδητού ελέγχου. Παίρνει γραμμή από τις πρώιμες βρεφο-νηπιακές φαντασιώσεις, εμποτισμένες σ’ένα σκοτεινό μείγμα επιθετικότητας και οργής. Φαντασιώσεις οι οποίες αντλούν από τις τραυματικές εμπειρίες αποτυχίας των γονέων να ικανοποιήσουν όλες τις ενστικτικές απαιτήσεις ενός παιδιού.
Ετσι, ξεκινάμε τη ζωή μας κουβαλώντας ένα ασφαλίτη μέσα μας, ο οποίος υπαγορεύει αυτά που οι άλλοι θέλουν από μας. Το όνομα αυτού Υπερεγώ. Μεγαλώνοντας, στην εφηβεία κατά κανόνα, επιχειρείται η αμφισβήτηση, δηλ. μια ρεαλιστική εκτίμηση των απαιτήσεων των γονικών και λοιπών εξουσιών και μια νοητική επεξεργασία των υπαγορεύσεων του «ασφαλίτη» μας. Μέσα από αυτή τη διαδικασία εκλογικεύουμε κι εσωτερικεύουμε τις απαιτήσεις ή προσδοκίες που έχουν οι άλλοι από μας, αλλά και τα χαρακτηριστικά που αγαπούμε και θαυμάζουμε σε αυτούς. Ετσι διαμορφώνουμε έναν ηπιότερο εσωτερικό ελεγκτή-συνομιλητή, που θα τον βαφτίσουμε Εγώ, με τον οποίο υποκαθιστούμε τον ασφαλίτη Υπερεγώ.
Το Εγώ διαμορφώνεται όχι εύκολα, αλλά σε συνεχή αμφισβήτηση και γρονθοκόπημα με το Υπερεγώ, όταν κανόνες ή απαγορεύσεις επιβάλλονται από το περιβάλλον. Το Υπερεγώ, (σκοτεινό, οργισμένο, επιθετικό, τιμωρητικό αλλά και αυτοκαταστροφικό), τροποποιείται μέσα από την διαδικασία αυτή και μετριάζει τα αρνητικά χαρακτηριστικά του. Μια εκλογικευμένη εσωτερική φωνή που καλούμε αυτοέλεγχο ή συνείδηση κερδίζει χώρο.
Έχει μεγάλη σημασία η διαδικασία της εφηβείας κι ενηλικίωσης, αν δεν θέλουμε το οργισμένο αυτοκαταστροφικό Υπερεγώ να υπερισχύσει του Εγώ. Έχει μεγάλη σημασία να διατηρούμε ένα πλαίσιο κανόνων και σαφών αρχών απέναντι στα παιδιά μας, το οποίο να μπορούμε να το διαπραγματευόμαστε και να το δικαιολογούμε μ’ επάρκεια.
Η αμαχητί παράδοση στις απαιτήσεις των παιδιών και η «μοντέρνα» ελευθερία σε μια ηλικία που αδυνατεί να αυτοδιαχειριστεί,
η επιτρεπτικότητα ως αντάλλαγμα -και για την εξαργύρωση- της αδυναμίας εκπλήρωσης του γονικού μας ρόλου (του να είμαστε εκεί, να προσφέρουμε αγάπη και συμμετοχή σε δραστηριότητες),
το μόνο που προσφέρει είναι ότι διευκολύνει την επικράτηση του Υπερεγώ.
Άλλο νάσαι αυτενεργός καπετάνιος στο πλοίο της ζωής σου με ένα ισορροπημένο Εγώ,
κι άλλο ένας ετερόφωτος εντολοδόχος.
Ακόμα κι αν το σύστημα πριμοδοτεί τις σκοτεινές αρετές του Υπερεγώ (σκληρότητα, οργή, επιθετικότητα, ..)
Ακόμα κι αν με τις αρετές αυτές φθάσεις στην κορυφή της όποιας εξουσίας.
Σχόλια