Ηνωμένες «Σοσιαλιστικές» Πολιτείες της Αμερικής...
Όταν το προηγούμενο Σάββατο ο πρόεδρος Μπούς έδεινε τη συνέντευξη τύπου για την αναγκαιότητα του Ταμείου Επενδύσεων σε απαξιωμένους τίτλους του τραπεζικού συστήματος, ήθελε να επιρρεάσει την δημοκρατική πλειοψηφία της γερουσίας και να περάσει το μέτρο στην κοινή γνώμη. Το να προικοδοτήσεις με 700 δις δολλάρια το ενλόγω Ταμείο θα μπορούσε να εκληφθεί και ως δωρεά στους τραπεζίτες.
Η γερουσία δια στόματος του δημοκρατικού γερουσιαστή Charles Schumer εκφράστηκε: «Είναι ένα καλό σχέδιο που μπορεί να σταθεροποιήσει γρήγορα τις αγορές. Είναι λυπηρό, ωστόσο, το ότι δεν προβλέπεται καμμία προστασία και για τους φορολογούμενους ή τους ιδιοκτήτες ακινήτων». Λίγες εβδομάδες πριν τις εκλογές έπρεπε, ως αντιπολιτευόμενος γερουσιαστής, να δείξει και λίγη κοινωνική ευαισθησία!
Ενώ, όμως, για τους τραπεζίτες ο πρόεδρος υπήρξε τόσο γενναιόδωρος, για το κοινό υπήρξε ένας κοινός ...εκβιαστής:
προσπάθησε να πείσει το κοινό ότι τα χρήματα που θέλει να διαθέσει θα αποδειχθούν τελικά …φθηνή λύση. Γιατί αν δεν τα διαθέσει, η κοινωνία θα αντιμετωπίσει απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας, απαξίωση των ακινήτων και κλείσιμο της κάνουλας των καταναλωτικών δανείων.
Εδώ θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο επιχειρηματικός κόσμος, τις τελευταίες δεκαετίες, σύσσωμος διεκδικούσε λιγότερο κράτος, ενώ είχε γίνει αλεργικός στην ύπαρξη οιουδήποτε ελεγκτικού μηχανισμού. Είχε γίνει σύνθημα το σλόγκαν της Μάργκαρετ Θάτσερ «δουλειά της κυβέρνησης δεν είναι να μπλέκεται στις δουλειές» (“the business of government is not the government of business”.
Εχει σημασία, επίσης, να θυμηθούμε πως ξεκίνησε όλη αυτή η κρίση. Γιατί πρόκειται για κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα, η οποία ήδη άγγιξε και την πραγματική οικονομία. Ενός τομέα στον οποίο συνυπάρχουν οι εμπορικές τράπεζες με την καταθετική βάση και την ευρεία διασπορά των εσόδων τους, μαζί με τις επενδυτικές τράπεζες.
Αξιοσημείωτο ότι αυτές οι τελευταίες θεσμοθετήθηκαν αμέσως μετά την κρίση του 1929, προκειμένου να …προστατέψουν το τραπεζικό σύστημα από κρίσεις σαν αυτή που μόλις είχε περάσει. Η λογική τους ήταν ότι έπρεπε να εξειδικευθούν σε τραπεζικά ιδρύματα που παίρνουν μακροπρόθεσμες θέσεις στην χρηματοδότηση των επιχειρήσεων.
Η υπερσυγκέντρωση και εξειδίκευση αυτών των επενδυτικών οργανισμών σε συνδυασμό με την απορύθμιση των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους, έκανε τους οργανισμούς αυτούς για πολλές δεκαετίες το καύχημα των ΗΠΑ παγκοσμίως. Bear Stearns, Lehman Brothers, Goldman Sachs, Merrill Lynch, Morgan Stanley: πέντε οργανισμοί που είχαν αποκτήσει, χολυγουντιανή σχεδόν, φήμη παγκοσμίως. Τόσο λόγω των εργασιών και των κερδών που κατέγραφαν, αλλά κι εξαιτίας των «τρελλών» bonus που κέρδιζαν οι 170 χιλ.εργαζόμενοι τους. Το 2006 οι εργαζόμενοι μόνο μοιράστηκαν 36 δις δολ. ως bonus, με τους πρωταθλητές εξ αυτών να κερδίζουν, εξτρά αμοιβή, άνω των 100 εκατ.δολ.
Μέσα σε λίγους μήνες εξαφανίστηκαν και οι πέντε: η Lehman Brothers πτώχευσε, η Bear Stearns εξαγοράσθηκε από την JP Morgan με την εγγύηση του αμερικάνικου δημοσίου, η Merrill Lynch απορροφήθηκε άρον-άρον από την Bank of America, ενώ οι Morgan Stanley και Goldman Sachs μετατράπηκαν σε εταιρείες holding -για να επωφεληθούν και του νέου Ταμείου που ανακοίνωσε το αμερικάνικο δημόσιο.
Για να ξαναγυρίσουμε στο πώς ξεκίνησε αυτή η κρίση, πρέπει να πούμε ότι μετά την χρηματιστηριακή κρίση του 2000, η οικοδομική δραστηριότητα λειτούργησε ως ατμομηχανή της αμερικάνικης οικονομίας. Τα επιτόκια λόγω της κρίσης είχαν φθηνύνει πολύ και ο μέσος αμερικάνος έβλεπε πλέον ως εφικτό το όνειρο να αποκτήσει το «δικό του κεραμίδι». Τα δάνεια δινόταν αφειδώς, δημιουργώντας μεγάλη ζήτηση για κατοικίες, με αποτέλεσμα οι τιμές των τελευταίων να εκτοξεύονται. Οι τράπεζες έδιναν δάνεια, έχοντας ως εξασφάλιση τα ίδια τα σπίτια, η αξία της οποίας χρόνο με το χρόνο μεγάλωνε. Ηταν τόσο ευτυχείς που για να βρούν πρόσθετα κεφάλαια, κατέφυγαν στη λύση της τιτλοποίησης: δανείζονταν από τις επενδυτικές τράπεζες, δίνοντας ως ενέχυρο πακέτα των στεγαστικών δανείων που είχαν χορηγήσει. Πολλές από τις δανειζόμενες τράπεζες όμως, στην προσπάθεια τους να αυξήσουντο περιθώριο κέρδους τους, άρχισαν να απευθύνονται και στην χαμηλότερη οικονομικά πελατεία, η οποία ήταν διατεθειμένη να πληρώνει και 1 και 2% επιτοκίου παραπάνω. Οι τράπεζες επαναπαυόμενες στο ότι οι τιμές των ακινήτων θα ανεβαίνουν συνεχώς και ότι σε περίπτωση μη εξυπηρέτησης ενός τέτοιου δανείου τα λεφτά θα καλυπτόταν από την ρευστοποίηση του σπιτιού, χορηγούσαν στεγαστικά ακόμη και σε «ζητιάνους». Μέχρι που ήλθε η κόπωση της ζήτησης νέων κατοικιών από τους καταναλωτές και η υπερπροσφορά από την άλλη όλο και περισσότερων οικιστικών προγραμμάτων. Ο συνδυασμός αυτών των δύο παραγόντων, είχε ως αποτέλεσμα την σταδιακή μείωση των τιμών τα ακινήτων, η οποία στη διετία 2006-2008 ανήλθε σε 20%. Η φτωχή πελατεία δεν πλήρωνε, οι εμπορικές τράπεζες δεν μπορούσαν στους πλειστηριασμούς να πάρουν πίσω τα λεφτά τους και οι επενδυτικές τράπεζες καλούνταν να καταγράψουν ως ζημίες δις δολ., εξ αιτίας αυτής της κατάστασης.
Χιλιάδες εξώσεις οικογενειών κάθε μήνα ήταν το άμεσο και τεράστιο κοινωνικό τίμημα των άψυχων αριθμών και της «αοράτου χειρός» της αγοράς. Δισεκατομμύρια δολ έχουν προσφερθεί με ποικίλους τρόπους, με στόχο να ενισχυθεί το τραπεζικο-ασφαλιστικό σύστημα, σε βαθμό που κάποιοι κακεντρεχείς ν’αρχίσουν να μιλούν για Η’Σ’ΠΑ -Ηνωμένες «Σοσιαλιστικές» Πολιτείες της Αμερικής.
Δισεκατομμύρια δολ των απλών φορολογουμένων για να σωθούν επιχειρήσεις απλών … μετόχων, οι οποίοι ενώ τις τελευταίες δεκαετίες έγιναν πάμπλουτοι εισπράττοντας τεράστια κέρδη, σήμερα δεν τους ζητά κανείς να πληρώσουν. Τουναντίον, ενισχύοντας κεφαλαιακά τις επιχειρήσεις τους προστατεύονται οι μετοχές τους. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που εύστοχα αποκαλέστηκε «ιδιωτικοποίηση των κερδών - κοινωνικοποίηση των ζημιών». Μόνο με την ανακοίνωση της διάθεσης των 700 δις για το «μάζεμα» των προβληματικών τίτλων, τα χρηματιστήρια όλου του κόσμου κατέγραψαν την προηγούμενη Παρασκευή ιστορικά ποσοστά ανόδου (της τάξης του 8%), με τις τράπεζες -π.χ. στην Αγγλία- να ανεβαίνουν μέχρι και 40%. Από την άνοδο των χρηματιστηρίων αθξήθηκε με άμεση αριθμητική σχέση η αξία της περιουσίας των μετόχων, ενώ οι «μη έχοντες» συνεχίζουν να υφίστανται, άστεγοι-άφραγκοι-αδαείς, ένα σκληρό σήμερα και να αγωνιούν τρομοκρατημένοι για ένα αύριο, μιας κρίσης που εκτιμάται ότι έχει να ξεδιπλώσει και άλλα πολύ σοβαρά επεισόδια.
Όταν το προηγούμενο Σάββατο ο πρόεδρος Μπούς έδεινε τη συνέντευξη τύπου για την αναγκαιότητα του Ταμείου Επενδύσεων σε απαξιωμένους τίτλους του τραπεζικού συστήματος, ήθελε να επιρρεάσει την δημοκρατική πλειοψηφία της γερουσίας και να περάσει το μέτρο στην κοινή γνώμη. Το να προικοδοτήσεις με 700 δις δολλάρια το ενλόγω Ταμείο θα μπορούσε να εκληφθεί και ως δωρεά στους τραπεζίτες.
Η γερουσία δια στόματος του δημοκρατικού γερουσιαστή Charles Schumer εκφράστηκε: «Είναι ένα καλό σχέδιο που μπορεί να σταθεροποιήσει γρήγορα τις αγορές. Είναι λυπηρό, ωστόσο, το ότι δεν προβλέπεται καμμία προστασία και για τους φορολογούμενους ή τους ιδιοκτήτες ακινήτων». Λίγες εβδομάδες πριν τις εκλογές έπρεπε, ως αντιπολιτευόμενος γερουσιαστής, να δείξει και λίγη κοινωνική ευαισθησία!
Ενώ, όμως, για τους τραπεζίτες ο πρόεδρος υπήρξε τόσο γενναιόδωρος, για το κοινό υπήρξε ένας κοινός ...εκβιαστής:
προσπάθησε να πείσει το κοινό ότι τα χρήματα που θέλει να διαθέσει θα αποδειχθούν τελικά …φθηνή λύση. Γιατί αν δεν τα διαθέσει, η κοινωνία θα αντιμετωπίσει απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας, απαξίωση των ακινήτων και κλείσιμο της κάνουλας των καταναλωτικών δανείων.
Εδώ θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο επιχειρηματικός κόσμος, τις τελευταίες δεκαετίες, σύσσωμος διεκδικούσε λιγότερο κράτος, ενώ είχε γίνει αλεργικός στην ύπαρξη οιουδήποτε ελεγκτικού μηχανισμού. Είχε γίνει σύνθημα το σλόγκαν της Μάργκαρετ Θάτσερ «δουλειά της κυβέρνησης δεν είναι να μπλέκεται στις δουλειές» (“the business of government is not the government of business”.
Εχει σημασία, επίσης, να θυμηθούμε πως ξεκίνησε όλη αυτή η κρίση. Γιατί πρόκειται για κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα, η οποία ήδη άγγιξε και την πραγματική οικονομία. Ενός τομέα στον οποίο συνυπάρχουν οι εμπορικές τράπεζες με την καταθετική βάση και την ευρεία διασπορά των εσόδων τους, μαζί με τις επενδυτικές τράπεζες.
Αξιοσημείωτο ότι αυτές οι τελευταίες θεσμοθετήθηκαν αμέσως μετά την κρίση του 1929, προκειμένου να …προστατέψουν το τραπεζικό σύστημα από κρίσεις σαν αυτή που μόλις είχε περάσει. Η λογική τους ήταν ότι έπρεπε να εξειδικευθούν σε τραπεζικά ιδρύματα που παίρνουν μακροπρόθεσμες θέσεις στην χρηματοδότηση των επιχειρήσεων.
Η υπερσυγκέντρωση και εξειδίκευση αυτών των επενδυτικών οργανισμών σε συνδυασμό με την απορύθμιση των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους, έκανε τους οργανισμούς αυτούς για πολλές δεκαετίες το καύχημα των ΗΠΑ παγκοσμίως. Bear Stearns, Lehman Brothers, Goldman Sachs, Merrill Lynch, Morgan Stanley: πέντε οργανισμοί που είχαν αποκτήσει, χολυγουντιανή σχεδόν, φήμη παγκοσμίως. Τόσο λόγω των εργασιών και των κερδών που κατέγραφαν, αλλά κι εξαιτίας των «τρελλών» bonus που κέρδιζαν οι 170 χιλ.εργαζόμενοι τους. Το 2006 οι εργαζόμενοι μόνο μοιράστηκαν 36 δις δολ. ως bonus, με τους πρωταθλητές εξ αυτών να κερδίζουν, εξτρά αμοιβή, άνω των 100 εκατ.δολ.
Μέσα σε λίγους μήνες εξαφανίστηκαν και οι πέντε: η Lehman Brothers πτώχευσε, η Bear Stearns εξαγοράσθηκε από την JP Morgan με την εγγύηση του αμερικάνικου δημοσίου, η Merrill Lynch απορροφήθηκε άρον-άρον από την Bank of America, ενώ οι Morgan Stanley και Goldman Sachs μετατράπηκαν σε εταιρείες holding -για να επωφεληθούν και του νέου Ταμείου που ανακοίνωσε το αμερικάνικο δημόσιο.
Για να ξαναγυρίσουμε στο πώς ξεκίνησε αυτή η κρίση, πρέπει να πούμε ότι μετά την χρηματιστηριακή κρίση του 2000, η οικοδομική δραστηριότητα λειτούργησε ως ατμομηχανή της αμερικάνικης οικονομίας. Τα επιτόκια λόγω της κρίσης είχαν φθηνύνει πολύ και ο μέσος αμερικάνος έβλεπε πλέον ως εφικτό το όνειρο να αποκτήσει το «δικό του κεραμίδι». Τα δάνεια δινόταν αφειδώς, δημιουργώντας μεγάλη ζήτηση για κατοικίες, με αποτέλεσμα οι τιμές των τελευταίων να εκτοξεύονται. Οι τράπεζες έδιναν δάνεια, έχοντας ως εξασφάλιση τα ίδια τα σπίτια, η αξία της οποίας χρόνο με το χρόνο μεγάλωνε. Ηταν τόσο ευτυχείς που για να βρούν πρόσθετα κεφάλαια, κατέφυγαν στη λύση της τιτλοποίησης: δανείζονταν από τις επενδυτικές τράπεζες, δίνοντας ως ενέχυρο πακέτα των στεγαστικών δανείων που είχαν χορηγήσει. Πολλές από τις δανειζόμενες τράπεζες όμως, στην προσπάθεια τους να αυξήσουντο περιθώριο κέρδους τους, άρχισαν να απευθύνονται και στην χαμηλότερη οικονομικά πελατεία, η οποία ήταν διατεθειμένη να πληρώνει και 1 και 2% επιτοκίου παραπάνω. Οι τράπεζες επαναπαυόμενες στο ότι οι τιμές των ακινήτων θα ανεβαίνουν συνεχώς και ότι σε περίπτωση μη εξυπηρέτησης ενός τέτοιου δανείου τα λεφτά θα καλυπτόταν από την ρευστοποίηση του σπιτιού, χορηγούσαν στεγαστικά ακόμη και σε «ζητιάνους». Μέχρι που ήλθε η κόπωση της ζήτησης νέων κατοικιών από τους καταναλωτές και η υπερπροσφορά από την άλλη όλο και περισσότερων οικιστικών προγραμμάτων. Ο συνδυασμός αυτών των δύο παραγόντων, είχε ως αποτέλεσμα την σταδιακή μείωση των τιμών τα ακινήτων, η οποία στη διετία 2006-2008 ανήλθε σε 20%. Η φτωχή πελατεία δεν πλήρωνε, οι εμπορικές τράπεζες δεν μπορούσαν στους πλειστηριασμούς να πάρουν πίσω τα λεφτά τους και οι επενδυτικές τράπεζες καλούνταν να καταγράψουν ως ζημίες δις δολ., εξ αιτίας αυτής της κατάστασης.
Χιλιάδες εξώσεις οικογενειών κάθε μήνα ήταν το άμεσο και τεράστιο κοινωνικό τίμημα των άψυχων αριθμών και της «αοράτου χειρός» της αγοράς. Δισεκατομμύρια δολ έχουν προσφερθεί με ποικίλους τρόπους, με στόχο να ενισχυθεί το τραπεζικο-ασφαλιστικό σύστημα, σε βαθμό που κάποιοι κακεντρεχείς ν’αρχίσουν να μιλούν για Η’Σ’ΠΑ -Ηνωμένες «Σοσιαλιστικές» Πολιτείες της Αμερικής.
Δισεκατομμύρια δολ των απλών φορολογουμένων για να σωθούν επιχειρήσεις απλών … μετόχων, οι οποίοι ενώ τις τελευταίες δεκαετίες έγιναν πάμπλουτοι εισπράττοντας τεράστια κέρδη, σήμερα δεν τους ζητά κανείς να πληρώσουν. Τουναντίον, ενισχύοντας κεφαλαιακά τις επιχειρήσεις τους προστατεύονται οι μετοχές τους. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που εύστοχα αποκαλέστηκε «ιδιωτικοποίηση των κερδών - κοινωνικοποίηση των ζημιών». Μόνο με την ανακοίνωση της διάθεσης των 700 δις για το «μάζεμα» των προβληματικών τίτλων, τα χρηματιστήρια όλου του κόσμου κατέγραψαν την προηγούμενη Παρασκευή ιστορικά ποσοστά ανόδου (της τάξης του 8%), με τις τράπεζες -π.χ. στην Αγγλία- να ανεβαίνουν μέχρι και 40%. Από την άνοδο των χρηματιστηρίων αθξήθηκε με άμεση αριθμητική σχέση η αξία της περιουσίας των μετόχων, ενώ οι «μη έχοντες» συνεχίζουν να υφίστανται, άστεγοι-άφραγκοι-αδαείς, ένα σκληρό σήμερα και να αγωνιούν τρομοκρατημένοι για ένα αύριο, μιας κρίσης που εκτιμάται ότι έχει να ξεδιπλώσει και άλλα πολύ σοβαρά επεισόδια.
Σχόλια