Πρόκειται για λέξη που μ'έχει "ιντριγκάρει" από τα φοιτητικά μου χρόνια. Στην προκειμένη, ας εννοήσουμε μ'αυτόν τον όρο τη δυστυχία του ανθρώπου που είναι βουτηγμένος σ’ένα τρόπο ζωής κι ένα σύστημα ιδεών, αρχών και εννοιών, που ούτε ελέγχει, ούτε έχει επιλέξει ο ίδιος.
Κι επειδή ο τρόπος ζωής μας επηρεάζεται άμεσα από την εργασία, ας δούμε πως εξελίχθηκε αυτή:
Μέχρι την εμφάνιση της βιομηχανίας, στα πλαίσια του φεουδαρχικού συστήματος, οι πρόγονοι μας ζούσαν παράγοντας τα προς το ζην, είτε από τη γη, είτε στο σπίτι, είτε στα εργαστήρια. Οι κανόνες της κοινωνικής ζωής παραδιδόταν από γενιά σε γενιά και ερχόταν από πολύ παλιά. Το εμπόριο ασκούνταν σε ακτίνα λίγων μόλις χιλιομέτρων. Αργότερα επεκτάθηκε ενοποιώντας μεγαλύτερες εκτάσεις γης, χωριών και πόλεων, για να φθάσει μετά τις ανακαλύψεις των θαλασσοπόρων να γίνει διηπειρωτικό. Στη συνέχεια, η "συμπαθής" τάξη των εμπόρων αποφάσισε να παράγει η ίδια μαζικά τα αγαθά που εμπορευόταν. Χρειάσθηκε για το σκοπό αυτό εργάτες, που τους βρήκε ξεριζώνοντας τους βίαια από τα χωριά τους και συγκεντρώνοντας τους -χάρι στην προσφορά δουλειάς- στις πόλεις (ποιος είπε ότι η οικονομική βία είναι μικρότερης ισχύος από τη φυσική;).
Το πρόβλημα της πειθαρχίας των ανεκπαίδευτων γεωργών που ανέκαθεν ταλαιπωρεί τη βιομηχανία, λύθηκε με τις μεθόδους «επιστημονικής» οργάνωσης της εργασίας. Ο βιομηχανικός εργάτης αρχικά πήρε ένα καρτελάκι ημερήσιων καθηκόντων που όφειλε να κάνει, με τον τρόπο που τον είχαν εκπαιδεύσει και με εργαλεία που είχαν σχεδιάσει άλλοι. Ο ίδιος αργότερα βρέθηκε να εκτελεί μια μονότονη εργασία με τις τρελές ταχύτητες που ρύθμιζε ο ιμάντας μεταφοράς της γραμμής παραγωγής. Και σήμερα στα ιδιαίτερα ελκυστικά υποτίθεται επαγγέλματα των τραπεζικών χορηγήσεων, αφού εκτιμήσει τις ανάγκες μιας επιχείρησης πληκτρολογεί τους αριθμούς στον Η/Υ, περιμένοντας να αποφανθεί αυτός για την έγκριση του δανείου.
Αυτή η αποδοχή προτύπων και μεθόδων εργασίας δεν είναι παρά η εσωτερίκευση μιας εθελούσιας υποταγής στους κανόνες της εργοδοσίας, στο όνομα ενμέρει της τεχνολογικής προόδου.
Παράλληλα μ’αυτές τις εξελίξεις ήρθε το ιδεολογικό μπέρδεμα:
• Ο εργοδότης που μολύνει το περιβάλλον και γίνεται πλούσιος από την εργασία μας, είναι ο “πατερούλης” που μας προσφέρει δουλειά και τα προς το ζην.
• Το κράτος που υποτίθεται ότι είναι «εκεί» για να μας φροντίζει με την δημόσια παιδεία, υγεία και τις υποδομές, μας σαπίζει στο ξύλο όταν διαδηλώνουμε, στο όνομα της κοινωνικής τάξης.
• Τα μαζικά μέσα ενημέρωσης που μας βομβαρδίζουν με πληροφορίες και εικόνες τόσα χρόνια, αλλά τίποτα δεν μαθαίνουμε για τη ζωή μας, γι’αυτό και κουραστήκαμε να τα διαβάζουμε, να τα ακούμε, να τα βλέπουμε.
• Ο θεός που είναι πανάγαθος, έχει υπαλλήλους παπάδες με χρυσοποίκιλτα άμφια, διαχειριστές ακινήτων, τραπεζών, κλπ.
• Η καταναλωτική προπαγάνδα, που όπως με τη μόδα μας κάνει να αλλάζουμε ρούχα κάθε χρόνο, μας στέλνει να δουλεύουμε περισσότερες ώρες απ’ότι πριν ανακαλυφθούν τα ρομπότ, τα οποία υποτίθεται θα μας απάλλασσαν από την εργασία.
Τελειώνοντας...
Mέχρι τον 19ο αιώνα που οι άνθρωποι διατηρούσαν σε μεγάλο βαθμό το εννοιολογικό σύστημα των τοπικών κοινωνιών τους (προιόντα με μεγάλη αξία χρήσης, συλλογικές μορφές ζωής -όπως αυτός της διευρυμένης οικογένειας με δεσμούς αλληλεγγύης-, ομαδικές μορφές διασκέδασης, κλπ) η αλλοτρίωση περιοριζόταν στην εργασία. Τα προιόντα αυτής, όμως, αποκτούσαν ταμπελάκια τιμών και γινόταν αμέσως εμπορεύματα. Με όση τρυφερότητα κι αν τάβλεπε ο παραγωγός εργάτης στην παραγωγική διαδικασία, αυτά με το που ολοκληρώνονταν, περνούσαν στην απέναντι όχθη, ανήκοντας στους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Αλλά και η ίδια η ζωή του εργάτη, αν αναλογισθεί κανείς τις 12-15 ώρες που δούλευε τότε, αλλά πολύ συχνά και σήμερα, εμπόρευμα έγινε κι αυτή που μεταβιβάζεται στον ιδιοκτήτη έναντι του πινακίου φακής που απαιτείται για την αναπαραγωγή του ή για την απορρόφηση της παραγωγής και την μακροοικονομική ισορροπία.
Πριν όμως“δώσουμε αυτί” σ’όλα εκείνα τα μελοδραματικά για την «δυστυχία του πολιτισμού μας», με τις ατελείωτες παραλλαγές το όρου που μας απασχολεί εδώ, όπως,
αποξένωση, απογοήτευση, μοναξιά, αδιαφορία, έλλειψη ενδιαφέροντος, συνεχής κατάσταση κόπωσης, παραίτηση, κλπ,
ας αναλογιστούμε
• Πως νοιώθει ένας παραγωγός που του παίρνουν το «παιδί» του, δηλ.τα προϊόντα που παράγει.
• Πως νοιώθει όταν όλα αυτά τα παιδιά του, στα οποία ξεζουμίστηκε απ’όλους τους χυμούς της ζωής του, αντί να τα νοιώθει δικά του, τα βρίσκει στις προθήκες των βιτρινών, απέναντι του, ξένα κι απροσπέλαστα;
• Πώς νοιώθει ως εργαζόμενος όταν λειτουργεί για τόσες ώρες με λοβοτομή, προκειμένου να εκτελεί σιωπηλά με βάση τις διαδικασίες και τις εντολές των επιβλεπόντωνν;
• Πως νοιώθει ο άνεργος που σφύζει από υγεία και ζωή, όταν το σύστημα του στερεί το μοναδικό εισιτήριο για τη ζωή που αναγνωρίζει , τα χρήματα, τον κρατά έξω από την κοινωνία και τον κάνει να νοιώθει άχρηστος;
• Πώς νοιώθει ο διανοητής επιστήμονας όταν μετά την τεχνικο-οικονομική πρόοδο του εικοστού αιώνα, αντί τα ρομπότ να μας απαλλάσσουν από τις κοπιαστικές εργασίες, χρησίμευσαν μόνο στην αύξηση της τεχνολογικής ανεργίας και των κερδών των εργοδοτών;
Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, όταν τόσες γενιές πίσω, διαδοχικά υποστήκαν όλους αυτούς τους συναισθηματικούς ακρωτηριασμούς, να μην έχουμε χάσει τον μπούσουλα, την άρθρωση μας, τη λογική μας;
Η αλλοτρίωση, ωστόσο, δεν είναι πάθηση, όσο κι αν πάνω σ’αυτόν τον καμβά κεντούν οι ιδεολογικοί μάγειροι, μιλώντας για αρρώστια του πολιτισμού μας. Ούτε κανένας χαμένος παράδεισος, ή, η απώλεια της Θείας χάριτος. Είναι η δυστυχία μας από μια δουλειά, ένα τρόπο ζωής κι ένα εννοιολογικό μπέρδεμα, που σχεδιάζουν συνέχεια κάποιοι άλλοι για μας, πριν από μας. Με ζητούμενο την καθυπόταξη μας.
Μόνο που είναι πολύ μικρή η ζωή μας και πολύ λίγος ο χρόνος που μας αφήνει η κρεατομηχανή της δουλειάς να αφιερώσουμε, προκειμένου να κατανοήσουμε τις πολύ μακροπρόθεσμες τάσεις που διαμορφώνουν τη κοινωνία μας και να εξεγερθούμε για να τις αλλάξουμε.
Ή, ίσως πάλι, να είμαστε απλά Ανθρωποι, έτσι όπως ζούμε απλά και ηθικά, απολαμβάνοντας τη σύντομη ζωή μας στη φύση, με τα παιδιά μας, με τις παρέες μας, «τα κοψίδια και τα ξύδια» μας, αρνούμενοι να σκεφτόμαστε συνέχεια με τον δικό τους διεστραμμένο τρόπο, του μοναδικού κυρίαρχου γι’αυτούς μαμμωνά, του χρήματος. Ισως να γινόμαστε, έτσι, οι θεματοφύλακες μιας ανθρωπιάς που αντιστέκεται. Εστω ανίκανης σήμερα να διαχειριστεί μ’αξιοπρέπεια τα πράγματα της ζωής. Παρόλη τη τεχνολογική πρόοδο.
Παρόλο που κατά τους ποιητάς (Χαλίλ Γκιμπράν, εν προκειμένω)
η ευημερία δεν είναι κάτι δύσκολο.
«Η ευημερία είναι συνέπεια δύο πραγμάτων: της εκμετάλλευσης της γης και της διανομής των προϊόντων της».
Ετσι απλά.
Κι επειδή ο τρόπος ζωής μας επηρεάζεται άμεσα από την εργασία, ας δούμε πως εξελίχθηκε αυτή:
Μέχρι την εμφάνιση της βιομηχανίας, στα πλαίσια του φεουδαρχικού συστήματος, οι πρόγονοι μας ζούσαν παράγοντας τα προς το ζην, είτε από τη γη, είτε στο σπίτι, είτε στα εργαστήρια. Οι κανόνες της κοινωνικής ζωής παραδιδόταν από γενιά σε γενιά και ερχόταν από πολύ παλιά. Το εμπόριο ασκούνταν σε ακτίνα λίγων μόλις χιλιομέτρων. Αργότερα επεκτάθηκε ενοποιώντας μεγαλύτερες εκτάσεις γης, χωριών και πόλεων, για να φθάσει μετά τις ανακαλύψεις των θαλασσοπόρων να γίνει διηπειρωτικό. Στη συνέχεια, η "συμπαθής" τάξη των εμπόρων αποφάσισε να παράγει η ίδια μαζικά τα αγαθά που εμπορευόταν. Χρειάσθηκε για το σκοπό αυτό εργάτες, που τους βρήκε ξεριζώνοντας τους βίαια από τα χωριά τους και συγκεντρώνοντας τους -χάρι στην προσφορά δουλειάς- στις πόλεις (ποιος είπε ότι η οικονομική βία είναι μικρότερης ισχύος από τη φυσική;).
Το πρόβλημα της πειθαρχίας των ανεκπαίδευτων γεωργών που ανέκαθεν ταλαιπωρεί τη βιομηχανία, λύθηκε με τις μεθόδους «επιστημονικής» οργάνωσης της εργασίας. Ο βιομηχανικός εργάτης αρχικά πήρε ένα καρτελάκι ημερήσιων καθηκόντων που όφειλε να κάνει, με τον τρόπο που τον είχαν εκπαιδεύσει και με εργαλεία που είχαν σχεδιάσει άλλοι. Ο ίδιος αργότερα βρέθηκε να εκτελεί μια μονότονη εργασία με τις τρελές ταχύτητες που ρύθμιζε ο ιμάντας μεταφοράς της γραμμής παραγωγής. Και σήμερα στα ιδιαίτερα ελκυστικά υποτίθεται επαγγέλματα των τραπεζικών χορηγήσεων, αφού εκτιμήσει τις ανάγκες μιας επιχείρησης πληκτρολογεί τους αριθμούς στον Η/Υ, περιμένοντας να αποφανθεί αυτός για την έγκριση του δανείου.
Αυτή η αποδοχή προτύπων και μεθόδων εργασίας δεν είναι παρά η εσωτερίκευση μιας εθελούσιας υποταγής στους κανόνες της εργοδοσίας, στο όνομα ενμέρει της τεχνολογικής προόδου.
Παράλληλα μ’αυτές τις εξελίξεις ήρθε το ιδεολογικό μπέρδεμα:
• Ο εργοδότης που μολύνει το περιβάλλον και γίνεται πλούσιος από την εργασία μας, είναι ο “πατερούλης” που μας προσφέρει δουλειά και τα προς το ζην.
• Το κράτος που υποτίθεται ότι είναι «εκεί» για να μας φροντίζει με την δημόσια παιδεία, υγεία και τις υποδομές, μας σαπίζει στο ξύλο όταν διαδηλώνουμε, στο όνομα της κοινωνικής τάξης.
• Τα μαζικά μέσα ενημέρωσης που μας βομβαρδίζουν με πληροφορίες και εικόνες τόσα χρόνια, αλλά τίποτα δεν μαθαίνουμε για τη ζωή μας, γι’αυτό και κουραστήκαμε να τα διαβάζουμε, να τα ακούμε, να τα βλέπουμε.
• Ο θεός που είναι πανάγαθος, έχει υπαλλήλους παπάδες με χρυσοποίκιλτα άμφια, διαχειριστές ακινήτων, τραπεζών, κλπ.
• Η καταναλωτική προπαγάνδα, που όπως με τη μόδα μας κάνει να αλλάζουμε ρούχα κάθε χρόνο, μας στέλνει να δουλεύουμε περισσότερες ώρες απ’ότι πριν ανακαλυφθούν τα ρομπότ, τα οποία υποτίθεται θα μας απάλλασσαν από την εργασία.
Τελειώνοντας...
Mέχρι τον 19ο αιώνα που οι άνθρωποι διατηρούσαν σε μεγάλο βαθμό το εννοιολογικό σύστημα των τοπικών κοινωνιών τους (προιόντα με μεγάλη αξία χρήσης, συλλογικές μορφές ζωής -όπως αυτός της διευρυμένης οικογένειας με δεσμούς αλληλεγγύης-, ομαδικές μορφές διασκέδασης, κλπ) η αλλοτρίωση περιοριζόταν στην εργασία. Τα προιόντα αυτής, όμως, αποκτούσαν ταμπελάκια τιμών και γινόταν αμέσως εμπορεύματα. Με όση τρυφερότητα κι αν τάβλεπε ο παραγωγός εργάτης στην παραγωγική διαδικασία, αυτά με το που ολοκληρώνονταν, περνούσαν στην απέναντι όχθη, ανήκοντας στους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Αλλά και η ίδια η ζωή του εργάτη, αν αναλογισθεί κανείς τις 12-15 ώρες που δούλευε τότε, αλλά πολύ συχνά και σήμερα, εμπόρευμα έγινε κι αυτή που μεταβιβάζεται στον ιδιοκτήτη έναντι του πινακίου φακής που απαιτείται για την αναπαραγωγή του ή για την απορρόφηση της παραγωγής και την μακροοικονομική ισορροπία.
Πριν όμως“δώσουμε αυτί” σ’όλα εκείνα τα μελοδραματικά για την «δυστυχία του πολιτισμού μας», με τις ατελείωτες παραλλαγές το όρου που μας απασχολεί εδώ, όπως,
αποξένωση, απογοήτευση, μοναξιά, αδιαφορία, έλλειψη ενδιαφέροντος, συνεχής κατάσταση κόπωσης, παραίτηση, κλπ,
ας αναλογιστούμε
• Πως νοιώθει ένας παραγωγός που του παίρνουν το «παιδί» του, δηλ.τα προϊόντα που παράγει.
• Πως νοιώθει όταν όλα αυτά τα παιδιά του, στα οποία ξεζουμίστηκε απ’όλους τους χυμούς της ζωής του, αντί να τα νοιώθει δικά του, τα βρίσκει στις προθήκες των βιτρινών, απέναντι του, ξένα κι απροσπέλαστα;
• Πώς νοιώθει ως εργαζόμενος όταν λειτουργεί για τόσες ώρες με λοβοτομή, προκειμένου να εκτελεί σιωπηλά με βάση τις διαδικασίες και τις εντολές των επιβλεπόντωνν;
• Πως νοιώθει ο άνεργος που σφύζει από υγεία και ζωή, όταν το σύστημα του στερεί το μοναδικό εισιτήριο για τη ζωή που αναγνωρίζει , τα χρήματα, τον κρατά έξω από την κοινωνία και τον κάνει να νοιώθει άχρηστος;
• Πώς νοιώθει ο διανοητής επιστήμονας όταν μετά την τεχνικο-οικονομική πρόοδο του εικοστού αιώνα, αντί τα ρομπότ να μας απαλλάσσουν από τις κοπιαστικές εργασίες, χρησίμευσαν μόνο στην αύξηση της τεχνολογικής ανεργίας και των κερδών των εργοδοτών;
Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, όταν τόσες γενιές πίσω, διαδοχικά υποστήκαν όλους αυτούς τους συναισθηματικούς ακρωτηριασμούς, να μην έχουμε χάσει τον μπούσουλα, την άρθρωση μας, τη λογική μας;
Η αλλοτρίωση, ωστόσο, δεν είναι πάθηση, όσο κι αν πάνω σ’αυτόν τον καμβά κεντούν οι ιδεολογικοί μάγειροι, μιλώντας για αρρώστια του πολιτισμού μας. Ούτε κανένας χαμένος παράδεισος, ή, η απώλεια της Θείας χάριτος. Είναι η δυστυχία μας από μια δουλειά, ένα τρόπο ζωής κι ένα εννοιολογικό μπέρδεμα, που σχεδιάζουν συνέχεια κάποιοι άλλοι για μας, πριν από μας. Με ζητούμενο την καθυπόταξη μας.
Μόνο που είναι πολύ μικρή η ζωή μας και πολύ λίγος ο χρόνος που μας αφήνει η κρεατομηχανή της δουλειάς να αφιερώσουμε, προκειμένου να κατανοήσουμε τις πολύ μακροπρόθεσμες τάσεις που διαμορφώνουν τη κοινωνία μας και να εξεγερθούμε για να τις αλλάξουμε.
Ή, ίσως πάλι, να είμαστε απλά Ανθρωποι, έτσι όπως ζούμε απλά και ηθικά, απολαμβάνοντας τη σύντομη ζωή μας στη φύση, με τα παιδιά μας, με τις παρέες μας, «τα κοψίδια και τα ξύδια» μας, αρνούμενοι να σκεφτόμαστε συνέχεια με τον δικό τους διεστραμμένο τρόπο, του μοναδικού κυρίαρχου γι’αυτούς μαμμωνά, του χρήματος. Ισως να γινόμαστε, έτσι, οι θεματοφύλακες μιας ανθρωπιάς που αντιστέκεται. Εστω ανίκανης σήμερα να διαχειριστεί μ’αξιοπρέπεια τα πράγματα της ζωής. Παρόλη τη τεχνολογική πρόοδο.
Παρόλο που κατά τους ποιητάς (Χαλίλ Γκιμπράν, εν προκειμένω)
η ευημερία δεν είναι κάτι δύσκολο.
«Η ευημερία είναι συνέπεια δύο πραγμάτων: της εκμετάλλευσης της γης και της διανομής των προϊόντων της».
Ετσι απλά.
Σχόλια