Είτε με κατάθλιψη, είτε με πανικό, είτε με τον πόνο της ανεργίας, είτε απλά με τον φόβο της επόμενης μέρας, ΘΑ ΕΠΙΒΙΩΣΟΥΜΕ. Θα βρούμε τον τρόπο μας:
μπαξέδες, κοινή κατσαρόλα, ανταλλαγές ειδών, δυο τρεις οικογένειες κάτω από την ίδια στέγη, συγκατοικήσεις εργένηδων, … Και θα περνάμε και καλά. Έχουμε, συγκριτικά πάντα, καταπληκτικό κλίμα, μια πανέμορφη χώρα κι ένα τσίπουρο που καίει κάθε καημό.
Το ερώτημα είναι ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΠΙΣΩΓΥΡΙΣΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΦΤΩΧΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ;
Από τον πόλεμο και μετά, δυο-τρεις γενιές πριν από μας έχτισαν σπίτια, εκμηχάνισαν την γεωργία και παράγουμε ασύγκριτα περισσότερα, τα πανεμιστήμια έβγαλαν επιστήμονες, στα εργοστάσια μπορούμε να παράγουμε του κόσμου τα καλούδια πανεύκολα. Με ποια λογική πάμε πίσω, στον τρόπο των παππούδων μας; Κάθε γενιά δούλεψε τα 40-50 χρόνια της και το αναμενόμενο είναι ο πλούτος να συσσωρεύεται στην κοινωνία και να κάνει πιο εύκολη τη ζωή των επόμενων γενεών. Αυτό το αυτονόητο γιατί δεν συμβαίνει σήμερα;
Ψάχνοντας την απάντηση –σε μια κουβέντα καφενείου- έφθασα στην μοιρασιά του πλούτου διαμέσου α) του κράτους που εισπράττει φόρους και προσφέρει υπηρεσίες και επιδόματα, β) των κερδών που παρακρατούν οι παραγωγοί βιομήχανοι σε βάρος των εργαζομένων και γ) των κερδών των μεσαζόντων εμπόρων στην διανομή των προϊόντων και των παρεχόντων διάφορες υπηρεσίες. Μόνο αν αυτοί οι τρεις δεν κάνουν δίκαιη μοιρασιά, εξηγείται το προηγούμενο παράλογο.
Το πρόβλημα είναι ότι και στην παγκόσμια κρίση του ’29, οι τότε αρχηγοί του κόσμου αναγκάστηκαν να ομολογήσουν ότι το πρόβλημα βρίσκονταν στο γεγονός ότι ο πλούτος είχε συγκεντρωθεί σε λίγα χέρια. Σε μια εποχή μαζικής παραγωγής, είχε χαθεί το χρήμα για τη μαζική κατανάλωση. Η εξαθλίωση και τότε κτύπησε κόκκινο. Ένα χρώμα, που με την συγκαιρινή σοβιετική επανάσταση του 1918, αποτέλεσε ένα διαρκή εφιάλτη για τους έχοντες, μέχρι το 1990 περίπου.
Η αυτονόητη συνταγή που εφαρμόστηκε μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο -που αποτέλεσε ενδεχομένως την αναγκαία συνθήκη εξόδου από την κρίση, με απώτερο σκοπό και το κτύπημα της σοβιετικής ένωσης- ήταν η αναδιανομή του πλούτου. New Deal το βάφτισαν τότε, όπως στα καζίνο, ξαναμοίρασμα της τράπουλας. Οι συνδικαλιστές αντί να εκκαθαρίζονται, υπέγραφαν τεράστιες αυξήσεις μισθών, 50% του παραγόμενου πλούτου περνούσε μέσα από τα κρατικά ταμεία για να γίνει επιδόματα ανεργίας, παροχές υγείας, δημόσια έργα, …
1950-1980: ως οι «τριάντα ένδοξες» χρονιές έμεινε στην ιστορία αυτή η περίοδος. Χάρις στον παγκόσμια συμφωνημένο κανόνα του χρυσού (το χρήμα και ο πλούτος κάθε χώρας έχει σταθερή ισοτιμία με το χρυσό-μια λογική συνθήκη) και στο αυτονόητο ότι πρώτο μέλημα των κρατών είναι, το αυτονόητο, να εξασφαλίζουν την ισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης.
Μέχρι που η Αμερική, μετά έναν πόλεμο που την εξάντλησε (Βιετνάμ), τσιγκλώντας συνεχώς την απειλή της «κόκκινης αρκούδας» και πουλώντας στον υπόλοιπο κόσμο «προστασία» με την στρατιωτική υπεροπλία της, επέβαλε σε όλον τον πλανήτη το πράσινο νόμισμα ως αποκλειστικό νόμισμα του διεθνούς εμπορίου και νόμισμα αναφοράς όλων των άλλων νομισμάτων.
Το 1980 λοιπόν είναι που το σύστημα –με τους τραπεζίτες να παίρνουν καθαρά κεφάλι από τους κλασικούς βιομήχανους και να επιβάλλονται στους πολιτικούς- αποφάσισε να αλλάξει την συνταγή που έδωσε τις «τριάντα ένδοξες». (Σημειωτέον ότι εμείς ως χώρα λόγω του εμφυλίου, βασικά, έχουμε μία υστέρηση σε όλα μιας εικοσαετίας περίπου).
Το αποφάσισε αφού, όμως, πρώτα με τις μπαρούφες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, της διαφήμισης - μαζικής κατανάλωσης και του ελεύθερου χρόνου, αλλά και με την στρατιωτική πειθαρχία στους χώρους δουλειάς και τις εκκαθαρίσεις κομμουνιστών και συνδικαλιστών (βλ. δολοφονίες, μακαρθισμό), κατάφερε να κάνει τους ανθρώπους παραζαλισμένους, αγχωμένους αλλά χορτάτους και ικανοποιημένους ΑΤΟΜΙΚΙΣΤΕΣ
Με όχημα τον δανεισμό υπαγόρευσαν στα κράτη να εφαρμόσουν τις νεοφιλελεύθερες συνταγές του λιγότερου κράτους, των λιγότερων παροχών, το χτύπημα των συνδικάτων και το ροκάνισμα της φιλεργατικής νομοθεσίας. Οι τραπεζίτες της Αμερικής, ελέγχοντας ήδη το μεγαλύτερο μέρος της πραγματικής οικονομίας, διεκδίκησαν και πέτυχαν την θέσπιση της πλήρους ανεξαρτησίας τους: οι κεντρικές τράπεζες των αναπτυγμένων χωρών δεν λογοδοτούν πλέον στις εκλεγμένες κυβερνήσεις, αλλά στο κονκλάβιο των κεντρικών τραπεζιτών. Τυπώνοντας ανέξοδα δολάριο, το χρησιμοποίησαν για την σύγχρονη μορφή της αποικιοκρατίας, να εξαγοράσουν κράτη μέσω του εξωτερικού δανεισμού.
Με την καινούργια συνταγή ο πλούτος ξαναμοιράστηκε σε βάρος των εργαζομένων. Η κλοπή έγινε ανώδυνα, γιατί ο αφιονισμένος καταναλωτής, ότι έχανε στην μοιρασιά, είχε τις τράπεζες τα τελευταία τριάντα χρόνια να του το προσφέρουν αφειδώς, ως καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια.
ΚΑΙ ΝΑΜΑΣΤΕ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ, ΚΑΤΑΧΡΕΩΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ.
Εμείς, στην αναπτυγμένη Δύση, με θέσεις εργασίας δυσεύρετες, εξαιτίας των ρομπότ κι εξαιτίας της μετανάστευσης των κεφαλαίων στην Άπω Ανατολή. Και οι υπάλληλοι των τραπεζιτών που ζητούν την ψήφο μας κάθε τέσσερα χρόνια, να μαζεύουν έξτρα φόρους για τους τόκους των δανείων που χρησιμοποιήθηκαν για να κρατηθεί το σύστημα τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Κι εμείς ως κατ’εθισμό αφιονισμένοι, καθόμαστε και τους βλέπουμε. Έρμαια των εξαγγελιών τους με την ανασφάλεια και την αγωνία του τι μας ξημερώνει. Με διαλυμένη περηφάνεια και χωρίς ίχνος αυτοεκτίμησης. Να ξεπροβοδίζουμε τα παιδιά μας στην ξενιτιά –«θεέ μου προστάτεψέ τα από τους ρατσιστές»- κι εμείς να μένουμε πίσω, παρέα με τους άθλιους της παγκόσμιας προσφυγιάς, να ακούμε τις κατάμαυρες καρακάξες να κηρύττουν τον πόλεμο.
Λες και οι απολυμένοι εργάτες δεν μπορούν με τις οικονομίες τους να ανοίξουν τον διακόπτη και να βάλουν μπροστά τις μηχανές.
Λες και στερέψαμε από μπράτσα και η γη σταμάτησε να δίνει τους καρπούς της.
Λες και τα σπίτια που έχτισαν οι πατεράδες μας δεν έγιναν για να στεγάσουν νέα ζευγάρια αλλά για να καταλήξουν «ανοίκιαστες ιδιοκτησίες» κάποιων.
Λες και το να αγοράζεις 10 και να πουλάς 12, που βάφτισαν οικονομική επιστήμη, θέλει πολύ μυαλό.
Λες και δεν ξέρουμε τα στραβά που θέλουν διόρθωμα ο καθένας στον χώρο που ζει ή εργάζεται.
Λες και μας ευνούχισαν ή μας έκαναν λοβοτομή και δεν μπορούμε να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας.
Από όλα αυτά τα «Λες…» μόνο στο τελευταίο η απάντηση είναι ΝΑΙ. Κι ήρθε ο καιρός να το παλέψουμε. Λίγοι-λίγοι στις παρέες, πολλοί μαζί στη δουλειά και στους δρόμους.
(Το παραπάνω κείμενο δεν γράφτηκε ως …επαναστατική διακήρυξη. Είναι απλά η μεταγραφή μιας κουβέντας που έγινε στο καφενείο του χωριού. Κι είναι εντυπωσιακό το πώς, όταν υπάρχει σεβασμός κι εμπιστοσύνη μεταξύ των συνομιλητών, μπορούν να ξεχαστούν οι κομματικές ταμπέλλες και να ομονοήσουν απλοί άνθρωποι στις τόσο απλές αλλά ταυτόχρονα επαναστατικές αλήθειες).
Σχόλια
απο
illusion