Οι
αρκουδιάρηδες τραβούν τον χαλκά της πείνας. Πονάει. Τόσα χρόνια τον φορούσαμε
αδιαμαρτύρητα. Ηταν τα σκοινιά μπόσκα, κάναμε όλα τα τσαλίμια που μας δίδαξαν
και φαινόταν σαν να αυτοσχεδιάζουμε. Σχεδόν το ευχαριστιόμασταν.
Οι
αρκουδιάρηδες, όμως, είχαν εξ αρχής το σχέδιο για τη ζωή μας, για κάθε μέρα και
κάθε περίσταση. Αρχικά ήταν η εκπαίδευση. Από μωρά μας έσπρωχναν πάνω στην
αναμμένη λαμαρίνα, ενώ ο αρκουδιάρης
βάραγε στο ντέφι το «σήκω χόρεψε κουκλί μου». Κι ενώ χοροπηδούσαμε στα δύο πίσω
πόδια για να περιορίσουμε εκεί το κάψιμο,
ο εγκέφαλος μας έγραφε τον αυτοματισμό του ντεφιού και του
υποτιθέμενου χορού. Πανεπιστήμια έκαναν οι αρκουδιάρηδες, παβλόφ-σκυλων
καθηγητών της κοινωνικής ψυχολογίας, να μελετούν αυτούς τους αυτοματισμούς,
πάνω στην τέχνη της διοίκησης των αρκούδων
και της εκούσιας εκμετάλλευσης του πόνου και του κόπου.
Εμείς,
δεν χρειάστηκε ποτέ νάχουμε δικό μας σχέδιο. Ακόμα κι ο σύντροφος Λένιν
υιοθέτησε τις αρχές της «επιστημονικής» οργάνωσης της εργασίας ενός μισάνθρωπου
ονόματι Ταίηλορ. Μάθαμε να παίρνουμε την κάρτα καθηκόντων, να περιμένουμε το
σύνθημα και να εκτελούμε.
Είναι
λίγοι και μικροί οι αρκουδιάρηδες. Να μπορούσαμε μόνο να ορθώσουμε τον όγκο μας
μπροστά τους. Και να μουγκρίσουμε…. Κάποτε είδα ένα τεράστιο ελέφαντα που
γέρασε, δεμένος σ’ένα σκοινί πέντε μέτρα, κάνοντας κύκλους γύρω απ’ένα πάσαλο.
Το σκοινί αυτό, άθραυστο όταν ο ελέφαντας ήταν νήπιο, γράφτηκε στον εγκέφαλό
του ως τέτοιο εσαεί. Όπως και το ότι ζωή είναι το να κάνεις κύκλους γύρω από
ένα πάσαλο.
Όμως,
το παρήγορο είναι ότι δεν μπορούν να μας δέσουν όλους. Οσο κι αν οι
κωλο-μηχανικοί τους (κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι, πολιτικοί αναλυτές, κλπ)
προσέχουν μη ξεφύγει κανείς. Η μισή ανθρωπότητα ζει εκτός πόλεων, σε μικρές
ανθρωπινότερες κοινότητες, κι ακόμα σε
χώρες κι επαρχίες με προ-καπιταλιστικούς θεσμούς. Κι υπάρχει ακόμα ελπίδα.
Εμείς
βαρύναμε, ωστόσο, είπε ο «επαναστάτης» ποιητής σε μια Σονάτα του Σεληνόφωτος.
Δεν αντέχουν, λέει, πια τα πίσω πόδια
μας τον όγκο μας, να σηκωθούμε και να
φοβίσουμε τους αρκουδιάρηδες. Φλερτάρουμε με την ανυπακοή, αλλά με σύντροφο το
θάνατο και την παραίτηση, ξάπλα κάτω από την εξάντληση, με τον χαλκά να σκίζει
τα ματωμένα ούλα μας.
Μα
ποιος μπορεί να παίζει παιγνίδια με το θάνατο, ως το τέλος, αναρωτιέται ο ποιητής. Γι’αυτό κι οι αρκούδες
σηκώνονται και πορεύονται, «χαμογελώντας» με τα σκισμένα χείλια τους, στις
πενταροδεκάρες που τις πετάνε. «Γιατί οι
αρκούδες που γεράσανε, το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ ,
ευχαριστώ. Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου».
Πορεύονται στην Ιερά Οδό του Σικελιανού κι ονειρεύονται ότι θε νάρτει
κάποτε η μέρα «που η ψυχή τής αρκούδας και του Γύφτου, κ' η ψυχή μου, που
Mυημένη τηνε κράζω, θα γιορτάσουν μαζί».
Υ.Γ.
Φάνηκαν να μένουν λίγο πίσω οι ποιητές μας στην προκειμένη. Χρειαζόμαστε
επειγόντως τους δικούς μας μηχανικούς. Οι αυτοματισμοί στους οποίους μας
εκπαιδεύουν συνεχώς, χρειάζονται διόρθωση. Κι οι ποιητές που θα μας εμπνεύσουν,
χρειάζονται κι αυτοί την ορθολογική διέξοδο στο φως.
Σχόλια