[Συχνά παθαίνεις ένα κορεσμό, που σ’εμποδίζει να κατανοείς/μεταφράζεις την τρέχουσα ειδησεογραφία. Κακά τα ψέματα, χωρίς θεωρητική κατάρτιση στα οικονομικά/τραπεζικά, στις διεθνείς σχέσεις και στην πολιτική ενγένει, δεν μπορείς να κατανοήσεις την επικαιρότητα. Τα media, στο βαθμό που δεν σχολιάζουν-τοποθετούν την κάθε είδηση σ’ένα ευρύτερο πλαίσιο ερμηνείας της επικαιρότητας, επιτελούν επίφαση ενημέρωσης, Αλλά ακόμα κι όταν βρίσκεις αυτή την ερμηνεία και το σχολιασμό, αν προέρχεται από στρατευμένους για ίδιο όφελος εγκεφάλους στην υπεράσπιση των κάθε μορφής εξουσιών, περισσότερο συσκοτίζεται η εικόνα παρά διαλευκάνεται. Δεν ισχυρίζομαι ότι υπάρχει μία Αλήθεια ή μία ερμηνεία. Το γεγονός και μόνο ότι δεν διαθέτεις ως αναγνώστης τον άπειρο χρόνο να διαβάζεις, οδηγεί κάθε γράφοντα σε μεγάλη οικονομία ανάπτυξης των επιμέρους παραμέτρων και αποχρώσεων. Αν αξίζει κάτι, όμως, είναι να διατυπώνονται όσο πιο καθαρά γίνεται οι αλήθειες του καθενός, έντιμα και με τη στοιχειώδη επαγγελματική επάρκεια ο καθένας στον τομέα του, και να αναπτύσσεται ο διάλογος].
Δεν θέλουν οι Γερμανοί το Ευρωομόλογο κυρίως γιατί θα αυξήσει το κόστος του δικού τους δανεισμού. Σήμερα δανείζονται φθηνότερα απ’όλους. Αν υιοθετηθεί όμως το Ευρωομόλογο, οι τραπεζίτες θα αυξήσουν το επιτόκιο του δανεισμού τους, γιατί με το ίδιο επιτόκιο θα δανείζονται και οι "επίφοβες" χώρες. Αυτό το επιπλέον κόστος του δανεισμού τους είναι το τίμημα που θα πληρώσουν οι Γερμανοί, για να μπορέσουν οι άλλες χώρες. με πρόβλημα χρέους να δανείζονται και μάλιστα χαμηλότοκα.
Αυτοί που θα κερδίσουν όμως από το Ευρωομόλογο είναι κυρίως οι τραπεζίτες οι οποίοι θα αντικαταστήσουν όλα τα ομόλογα που έχουν από επίφοβες για πτώχευση χώρες, με ΑΑ ομόλογα της ενιαίας Ευρωζώνης. Γι’αυτό και πιέζουν προς την κατεύθυνση αυτή.
Υπάρχουν λοιπόν δύο μέτωπα ανοικτά. Ένα μεταξύ Γερμανικού κράτους και περιφερειακών χωρών της Ευρώπης με πρόβλημα χρέους, κι ένα
δεύτερο και ουσιωδέστερο, μεταξύ της Γερμανικής πολιτικής τάξης από τη μια και της διεθνοποιημένης τραπεζικής ολιγαρχίας από την άλλη.
Η τραπεζική ολιγαρχία, ως εκφραστής του πιο ληστρικού και άπληστου καπιταλισμού, επέβαλε στους πολιτικούς (χρηματίζοντας τους) την νεοφιλελεύθερη λαίλαπα της δεκαετίας του ’80 και μετέπειτα. Σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής, όλη του η θεωρία εξαντλείται στην πλήρη απελευθέρωση των αγορών εργασίας, κεφαλαίων, κλπ και στην αντιμετώπιση της κρίσης αποκλειστικά με τα μέσα της νομισματικής πολιτικής. Κι έχει καταστήσει όλα τα δυτικά βιομηχανικά κράτη ομήρους μέσω ενός ξέφρενου δημόσιου δανεισμού το διάστημα αυτό. Εσχάτως, από το «πάρτε-πάρτε» το γύρισε στην πίεση για περιστολή των κρατικών δαπανών, επικαλούμενο την ανάγκη αποπληρωμής των παλαιών δανείων.
Αν δεν ήταν τόσες οι αντιστοιχίες με την δεκαετία του ’30 που ακολούθησε το κραχ του ‘29, θάλεγε κανείς ότι το πρόβλημα της συγκαιρινής κρίσης είναι μοναδικό, δυσκολοεπίλυτο και κρίμα στους ανέργους που πέφτουν στο «καναβάτσο». Όμως, μετά από τα «τριάντα ένδοξα χρόνια» της μεταπολεμικής περιόδου και την ευημερία που απόλαυσε ο κόσμος στο διάστημα αυτό, χάρη στις Κευνσιανές συνταγές, είναι πρόκληση να υποστηρίζουν κάποιοι ότι δεν υπάρχει λύση.
Όπως και τότε έτσι και τώρα κάποια δις δολ. στις ΗΠΑ (με τον εύηχο όρο «ποσοτική χαλάρωση») αλλά και σ’άλλες χώρες της Δύσης μετά την κρίση του 2008 (όπως και στην Ελλάδα), δίνονταν στις τράπεζες, προκειμένου αυτές να τα διοχετεύσουν στην πραγματική οικονομία και να ξαναπάρει μπρος η αγορά. Μόνο που σε συνθήκες κρίσης κι έλλειψης εμπιστοσύνης, οι τράπεζες -αλλά και κάθε κατέχων- κάθονται πάνω στα κεφάλαια τους, τα φυλάνε ως κόρη οφθαλμού και περιμένουν το θαύμα/σύνθημα, ότι έχει αλλάξει το κλίμα κι οι δουλειές πια θα παν καλύτερα.
Πάρτε για παράδειγμα τη χώρα μας. Ακόμα κι αν οι τράπεζες έβρισκαν λεφτά κι έλυναν το πρόβλημα ρευστότητας που έχουν, πιστεύει κανείς ότι θα έδιναν τα δάνεια αφειδώς, όπως παληά? Προεξοφλώ ότι θα φοβούνται να δώσουν στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια ακόμα και -στην ασφαλέστερη κατηγορία για τα προιόντα αυτά- στους δημόσιους υπαλλήλους, δεδομένου ότι κυβέρνηση συζητά κατάργηση της μονιμότητας τους. Ή θα δώσει δάνεια στις επιχειρήσεις για κεφάλαιο κίνησης όταν η εσωτερική κατανάλωση και οι αντίστοιχες πωλήσεις των -εσωστρεφών στην πλειονότητα τους- ελληνικών επιχειρήσεων είναι μονίμως στο «μείον» την τελευταία τριετία? Ή υπάρχουν και πολλές επιχειρήσεις που προχωρούν αυτή την περίοδο, μέσ’σ’αυτό το κλίμα, σε επενδύσεις επέκτασης κι εκσυγχρονισμού?
Στη δεκαετία του 30 ο Ρούζβελτ έχοντας απέναντι την τραπεζική ολιγαρχία αδύναμη και ζαλισμένη από το βάθεμα της οικονομικής κρίσης και την ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της νεότευκτης ΕΣΣΔ, επέβαλλε
- στην κεντρική τράπεζα να δανείσει το αμερικάνικο δημόσιο κεφάλαια τα οποία κατευθύνθηκαν σε τεράστια έργα υποδομής.
- Μπροστά στην αντοχή στα ύψη των τιμών των βιομηχανικών προιόντων εξ αιτίας της ύπαρξης μονοπωλίων, παρά την τεράστια μείωση της ζήτησης, εισήγαγε τις αγορανομικές διατάξεις ελέγχου τιμών.
- Για να αυξηθεί το διαθέσιμο για κατανάλωση εισόδημα νομιμοποίησε τα συνδικάτα και εισήγαγε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, προκειμένου να σταματήσει η εκβιαστική εκ μέρους της εργοδοσίας μείωση των μισθών.
- Γενίκευσε και ενίσχυσε τις φοροεισπρακτικές πολιτικές και μηχανισμούς, σε μια χώρα που από γεννήσεως της είχε αλλεργία στην φορολογία εισοδήματος, κλπ,κλπ.
Θυμίζω την πολιτική Ρούζβελτ εξόδου από την κρίση που εφαρμόστηκε σε όλα τα βιομηχανικά δυτικά κράτη κι έδωσε στη συνέχεια τα «ένδοξα τριάντα χρόνια», για να καταδείξω την αναλογία των καταστάσεων, αλλά και την τεράστια διαφορά που υπάρχει με τις εφαρμοζόμενες σήμερα πολιτικές.
Επανερχόμενος στους Γερμανούς και το Ευρωομόλογο, βλέπουμε ότι η Μέρκελ συνδυάζει την υιοθέτηση του Ευρωομόλογου με μια κεντρική δημοσιονομική αρχή. Δεν θα δώσει το Ευρωομόλογο στους τραπεζίτες και στις αδύναμες χώρες, παρά αφού αποσπάσει την εκχώρηση από τις υπόλοιπες χώρες της δημοσιονομικής εξουσίας τους μέσω της ίδρυσης ενός Ευρωπαικού Υπουργείου Οικονομικών, ελεγχόμενο από τη Γερμανία. Τι σημαίνει δημοσιονομική πολιτική? Πάνω-κάτω πρόκειται για την πολιτική που άσκησε ο Ρούζβελτ. Τι ζητά από τις άλλες χώρες της Ευρώπης κι από μας? Μετά την εκχώρηση των εργαλείων οικονομικής ανάπτυξης που ακούνε στο όνομα νομισματική, αγροτική πολιτική κά , να αποστερηθούμε ως χώρα και το εργαλείο της δημοσιονομικής πολιτικής. Με τα συνεχή μνημόνια, βέβαια, ήδη την χάσαμε κι αυτή την εξουσία. Αλλά αυτά λανσάρονται ως μεταβατικές πολιτικές, με ημερομηνία λήξεως. Ζητά εν ολίγοις, να μετατραπούμε σε μια επαρχία μιας Γερμανικής Ευρώπης και να εκλιπαρούμε για την λήψη μέτρων πολιτικής που θα ευνοούν τη λειτουργία της οικονομίας μας και την πολυπόθητη ανάπτυξη και ευημερία μας.
Η πολιτική τάξη της Γερμανίας, πέρα από τους μικροκομματικούς λαικισμούς εκλογικής σκοπιμότητας και πελατείας, συμφωνεί στον κεντρικό άξονα της πολιτικής περαιτέρω ενδυνάμωσης της Ευρώπης. Η συντήρηση του γαλλο-γερμανικού άξονα (με μια αδύναμη Γαλλία που σύρεται εξ ανάγκης σε συμφωνίες) και οι πανηγυρισμοί των γερμανικών media μετά κάθε συνάντηση κορυφής αυτών των δύο χωρών, αυτό δείχνει.
Παράλληλα, όμως, με την επιδίωξη δημιουργίας των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», η Μέρκελ κοντραρίστηκε ήδη άγρια με τους τραπεζίτες, όπως φάνηκε στην περίπτωση αναδιάρθρωσης του χρέους μας. Γιατί γνωρίζει ότι τα συμφέροντα των ιδιωτών τραπεζιτών δεν συμπίπτουν –τουναντίον- με τα συμφέροντα των λαού της. Στην προκειμένη, για να σωθεί η Ελλάδα και το Ευρώ, ή θα πλήρωνε ο Γερμανός φορολογούμενος μόνος του ή και οι τραπεζίτες. Τους επέβαλλε -ενάντια σε μεγάλες ενορχηστρωμένες καμπάνιες των διαφόρων κέντρων εξουσίας- να συμμετέχουν στο κούρεμα του χρέους («πληρώνουν» ήδη πολλοί απ’αυτούς το πρώτο κούρεμα 21% των κεφαλαίων τους που δάνεισαν στο Ελληνικό δημόσιο).
Το επόμενο πολύ δύσκολο βήμα θα είναι να αποσπάσει από τις πολιτικές ελίτ των χωρών-μελών την εκχώρηση της εξουσίας της δημοσιονομικής πολιτικής τους σε ένα κεντρικό Υπουργείο Οικονομικών. Στην εκχώρηση αυτή διακυβεύεται τόσο η εθνική περηφάνεια και το πολιτικό μέλλον των ανά χώρα πολιτικών ελίτ, μέχρι τις …μίζες από τα δημόσια έργα και τους διαγωνισμούς κρατικών προμηθειών. Για τη Γερμανία, είναι απαραίτητο το βήμα αυτό, για να καταστήσει όλη την Ευρώπη ένα ενιαίο νεο-αποικιοκρατικό φέουδο. Και να ασκήσει, στη συνέχεια, από θέση ισχύος απέναντι στην τραπεζική ολιγαρχία, μια γενναία πολιτική έργων υποδομής (πράσινη ενέργεια, οδοποιία, λοιπές υποδομές) που θα βγάλει την Ευρώπη από την κρίση. Ή θα πετύχει σε βάθος 5-10 χρόνων την θεσμοθέτηση της πλήρως ενωμένης Ευρώπης υπό την εξουσία του ισχυρότερου που είναι η ίδια (με όλες τις χώρες ή μ’εκείνες μόνο που θα έχει επιλέξει και θα έχουν συναινέσει) ή θα αποχωρήσει από το Ευρώ. Για μας, όσο δύσκολη υπόθεση τεχνικά κι αν είναι η αλλαγή νομίσματος σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένης αλληλεξάρτησης, δεν φαίνεται να πολυκαίγονται να μας πάρουν μαζί τους.
Είναι όμως δυνατόν από Ελληνες πολίτες να μετατραπούμε τελικά σε ευρωπαίους …κοσμοπολίτες? Με μια κεντρική εξουσία που θα βρίσκεται χαμένη σε απομακρυσμένα κέντρα ευρωπαικών πρωτευουσών και θα μιλά γλώσσες που δεν θα καταλαβαίνουμε? Η απολιτικοποίηση, σε βαθμό φοβικής άρνησης συμμετοχής στα κοινά της πλειονότητας των συμπολιτών μας, φοβάμαι ότι καθιστούν τα ερωτήματα αυτά αναπάντητα, άν όχι "άκυρα". Το ερώτημα όμως παραμένει ένα: θέλουμε να ξαναπάρουμε το κουμάντο στο ελληνικό σπίτι μας, εμείς οι ίδιοι, με την τεχνογνωσία και την αγωνιστικότητα που μας διακρίνει? Ή, σαν ραγιάδες, θα προσχωρήσουμε ολοκληρωτικά σε υπερεθνικά κέντρα εξουσίας? Στην τελική είναι ζήτημα επιλογής. Αλλά και ισχυρότατων οικονομικών δυνάμεων που πιέζουν για την υπέρβαση της έννοιας της "χώρας-έθνους" και για τη δημιουργία υπερεθνικών σχημάτων και μηχανισμών διακυβέρνησης. Και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης δεν είναι πιθανότατα παρά το κρίσιμο πείραμα τους.
Σχόλια