Ο ρόλος της εξουσίας στους χώρους εργασίας....
Τις τελευταίες δεκαετίες οι ειδήμονες βιομηχανικών σχέσεων βάλθηκαν να μελετούν τη δυναμική των ομάδων στο γραφείο και το εργοστάσιο για να απομακρύνουν τις τριβές και να αυξήσουν την απόδοση. Κατόπιν, άλλοι κοινωνικοί επιστήμονες εφάρμοσαν τις ίδιες ιδέες στην μελέτη και αντιμετώπιση της οικογένειας αποδίδοντας τις οικογενειακές συγκρούσεις στην προσπάθεια των γονέων να επιβάλλουν απαρχαιωμένους εξουσιαστικούς ελέγχους.
Ορίζοντας την εξουσία ως διαταγή που επικυρώνεται από τη δύναμη, οι ειδήμονες των κοινωνικών σχέσεων έπεισαν ότι είναι απαρχαιωμένη μορφή κοινωνικού ελέγχου. Η διαταγή παρέμενε κατ’αυτούς αποτελεσματική, μόνον όσο οι εργάτες κατείχαν μία υποτιμημένη, εξαρτημένη θέση εργασίας και δυσκολεύονταν να ικανοποιήσουν ακόμα και τις υλικές τους ανάγκες. Μόλις οι άνθρωποι ικανοποιήσουν τη βασική τους ανάγκη για ψωμί στέγη και ασφάλεια, αφιερώνουν την προσοχή τους στην ικανοποίηση της ανάγκης για αυτοπραγμάτωση.
Ο εργάτης εξακολουθεί να χρειάζεται διεύθυνση, αλλά πρέπει να προσεγγίζεται σαν εταίρος στην επιχείρηση, όχι σαν παιδί. Οι καινούργιες αυτές βιομηχανικές σχέσεις, εξαλείφοντας τη σχέση αντιπαλότητας μεταξύ υφισταμένων και ανωτέρων, δυσκολεύουν ολοένα περισσότερο τους πολίτες να υπερασπιστούν τον εαυτό τους εναντίον του κράτους ή τους εργάτες να αντισταθούν στις απαιτήσεις της μεγάλης εταιρείας.
Οι πολίτες δεν αναμένουν πια από τις εξουσίες να αρθρώσουν ένα σαφώς εκλογικευμένο κώδικα νόμου και ηθικής. Αυτές αρκούνται μόνο στην απαίτηση για συμμόρφωση των ανθρώπων στις συμβάσεις των καθημερινών συναλλαγών, επικυρωμένη από τους ψυχιατρικούς ορισμούς της φυσιολογικής συμπεριφοράς.
Η παρακμή της εξουσίας, ωστόσο, δεν οδηγεί στην κατάρρευση των κοινωνικών καταναγκασμών. Η οικονομική ανελευθερία, ήτοι η απειλή της απόλυσης από την μισθωτή εξάρτηση, είναι πάντα παρούσα. Απλώς αφαιρεί από τους καταναγκασμούς αυτούς την ορθολογική τους βάση.
Κι όταν ακόμα οι υποτακτικοί αντιλαμβάνονται συχνά ότι έχουν εξαπατηθεί, χειραγωγηθεί και χρησιμοποιηθεί, δυσκολεύονται να αντισταθούν σε μια βολική καταπίεση. Επιπλέον, με το παιχνίδι της διάχυσης της ευθύνης η εξουσία –κρατική ή εταιρική- εκχωρεί την τήρηση της πειθαρχίας σε άλλους, αυτοί να παίρνουν τις αντιδημοφιλείς αποφάσεις κι αυτή να διατηρεί τη θέση της ως φιλικός σύμβουλος στους από κάτω της.
… και στην οικογένεια
Η κατάρρευση της γονικής εξουσίας αντανακλά την κατάρρευση των παραδοσιακών ελέγχων και τη μετατόπιση από μια κοινωνία στην οποία οι αξίες της αυτοσυγκράτησης ήταν κυρίαρχες, σε μια άλλη, στην οποία εκτιμώνται περισσότερο οι αξίες της τρυφηλότητας.
Η επικράτηση των αρχών της τρυφηλότητας, συνέπεσε με την ανάγκη της μαζικής κατανάλωσης –alter ego της μαζικής παραγωγής- που έφερε η γιγάντωση των εταιρειών και οι νέες τεχνολογικές και οργανωτικές μορφές παραγωγής. Η διαφήμιση καλείται να δημιουργήσει τη μαζική ζήτηση, αναιρώντας τις παραδοσιακές αρχές της αυτοσυγκράτησης και της αποταμίευσης, προωθώντας τη μαζική κουλτούρα του ηδονισμού.
Η αποτυχία των γονέων να χρησιμεύσουν ως πρότυπα πειθαρχημένης αυτοσυγκράτησης και στη συνέχεια να συγκρατήσουν το παιδί, δεν σημαίνει ότι το παιδί μεγαλώνει χωρίς φόβο. Η παραίτηση του γονέα από την εξουσία εντείνει και δεν μετριάζει τον φόβο του παιδιού για την τιμωρία, ενώ ταυτίζει τις σκέψεις τιμωρίας πιο στέρεα από κάθε άλλη φορά, με το φάντασμα μιας αφηρημένης, αυθαίρετης, συνθλιπτικής βίας.
Η γονεική επιτρεπτικότητα άνθισε με την βιομηχανική παραγωγή που απομάκρυνε περισσότερο τον πατέρα από το σπίτι και μείωσε τον ρόλο που παίζει στη συνειδητή ζωή του παιδιού. Η μητέρα επιχειρεί να αναπληρώσει για το παιδί την απώλεια του πατέρα, αλλά συχνά ρυθμίζει όλες τις λεπτομέρειες της ζωής του με σχολαστικό ζήλο, που υπονομεύει την πρωτοβουλία του και καταστρέφει την ικανότητα του να αυτοβοηθηθεί. Δημιουργεί στο παιδί το συναίσθημα ότι «δεν έχει δικό του μυαλό», ενώ ταυτόχρονα η υπερπεριποιητικότητα της μητέρας καταλήγει σε φαντασιώσεις νηπιακής παντοδυναμίας που το ακολουθούν και στην ενήλικη ζωή του.
Οι γονείς το βρίσκουν ευκολότερο να επιτύχουν τη συμμόρφωση με δωροδοκία παρά να αντιμετωπίσουν τη συναισθηματική αναστάτωση που προκαλεί η καταστολή των αξιώσεων του παιδιού. Η επίφαση της επιτρεπτικότητας αποκρύπτει στην πραγματικότητα ένα άκαμπτο σύστημα ελέγχων, που είναι ακόμα πιο αποτελεσματικό επειδή αποφεύγει τις άμεσες αντιπαρατάξεις.
Επειδή οι αντιπαρατάξεις προκαλούν συζητήσεις για τις βασικές αρχές, οι γονείς όπως και οι κάθε είδους εξουσίες, αναθέτουν την πειθάρχηση σε κάποιον άλλο, έτσι ώστε οι ίδιες να προβάλλονται ως «πρόσωπα-διέξοδοι» και φίλοι. Ετσι προστρέχουν σε γιατρούς, ψυχολόγους και στα πρότυπα των φίλων του παιδιού για να επιβάλλον κανόνες και να φροντίζουν να τους τηρεί.
(Eπεξεργασία από το βιβλίο "Η κουλτούρα του Ναρκισσισμού" του Κρίστοφερ Λας, Εκδ.Νησίδες)
Σχόλια